- κόλουρος
- -η, -ο (Α κόλουρος, -ον, θηλ. και κόλουρις)1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.)2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους (α. «κόλουρο πρίσμα» — στερεό γεωμετρικό σώμα που ορίζεται από μία πρισματική επιφάνεια και από δύο μη παράλληλες επίπεδες επιφάνειες, τις βάσειςβ. «κόλουρος κώνος» — στερεό που περιλαμβάνεται μεταξύ τής βάσης και τής τομής ενός κώνου από επίπεδο το οποίο τέμνει την παράπλευρη επιφάνειά τουνεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο κόλουροςαστρον. ονομασία τών δύο κύριων μεσημβρινών τής ουράνιας σφαίρας (α. «κόλουρος τών ηλιοστασίων» β. «κόλουρος τών ισημεριών»)αρχ.1. είδος σύκου2. (το θηλ. πληθ. ως ουσ.) αἱ κόλουροι(ενν. γραμμαί) δύο μεγάλοι υποθετικοί κύκλοι τής ουράνιας σφαίρας που διέρχονται από τα ισημερινό και τροπικά σημεία και τέμνονται σταυροειδώς στους πόλους.[ΕΤΥΜΟΛ. < κόλος + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. λεύκ-ουρος, μελάν-ουρος].
Dictionary of Greek. 2013.